αναφυλαξία — Η υπερβολική ευαισθησία του οργανισμού σε ουσίες πρωτεϊνικής φύσης, μη τοξικές. Τον όρο α. χρησιμοποίησε πρώτος ο Σαρλ Ρομπέρ Ρισέ, το 1902. Η α. εκδηλώνεται κλινικά μόνο στην περίπτωση που μια τέτοια ουσία εισάγεται για δεύτερη φορά στον… … Dictionary of Greek
κολίτιδα — Φλεγμονή που προσβάλλει το παχύ έντερο και κυρίως τον βλεννογόνο του. Ενδεικτικά αναφέρονται η παρασιτική ή μικροβιακή κ., η νόσος του Crohn, η ελκώδης κ., η κ. από χρήση αντιβιοτικών ευρέος φάσματος κλπ. Η κ. εκδηλώνεται με αιματηρές ή… … Dictionary of Greek
κορτιζόνη — Στεροειδής ορμόνη που συντίθεται από τη χοληστερόλη στον φλοιό των επινεφριδίων, με την επίδραση της κορτικοτρόπου ορμόνης. Ανήκει στα κορτικοστεροειδή, μαζί με την κορτιζόλη (ή υδροκορτιζόνη) και την κορτικοστερόνη. Η κ. απομονώθηκε για πρώτη… … Dictionary of Greek
κορτικοειδής — ές (βιοχ.) στον πληθ. τα κορτικοειδή καθεμιά από τις 40 περίπου οργανικές ενώσεις που ανήκουν στην οικογένεια τών στεροειδών και απαντούν στη φλοιώδη ουσία τών επινεφριδίων, αλλ. κορτικοστεροειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και… … Dictionary of Greek
αντινεοπλασματικά — Φάρμακα που χρησιμοποιούνται εναντίον των νεοπλασιών. Παρεμβαίνουν και εμποδίζουν την αναπαραγωγή των νεοπλασματικών κυττάρων και τελικά τα καταστρέφουν. Ο μηχανισμός με τον οποίο αναπτύσσουν αυτή τους την ιδιότητα ποικίλλει καμιά φορά και στο… … Dictionary of Greek
ερυθηματώδης συστηματικός λύκος — Πάθηση του ανοσοποιητικού συστήματος, η οποία προσβάλλει άλλα συστήματα του οργανισμού. Στο αίμα του πάσχοντος ανιχνεύονται αντισώματα εναντίον του ίδιου του σώματος (αυτοάνοση). Πέρα από τα γενικά συμπτώματα πυρετού, κόπωσης και απώλειας βάρους … Dictionary of Greek
οφθαλμιατρική — Κλάδος της ιατρικής, ο οποίος ασχολείται με κάθε τι που αφορά το μάτι, με σκοπό να διατηρήσει την ανατομική και λειτουργική ακεραιότητά του. Από παθολογική άποψη, το οπτικό σύστημα πρέπει να εξετάζεται τόσο στο σύνολό του όσο και σε όλα τα επί… … Dictionary of Greek